Αμύνανδρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αμύνανδρος | οι | Αμύνανδροι |
γενική | του | Αμύνανδρου & Αμυνάνδρου |
των | Αμύνανδρων & Αμυνάνδρων |
αιτιατική | τον | Αμύνανδρο | τους | Αμύνανδρους & Αμυνάνδρους |
κλητική | Αμύνανδρε | Αμύνανδροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αμύνανδρος < αρχαία ελληνική Ἀμύνανδρος < ἀμύνω + -ανδρος < ἀνήρ
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αμύνανδρος αρσενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Amynander στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αμύνανδρος