Αντιπαριώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- Αντιπαριώτης < Αντιπαρ(ος) + -ιώτης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αντιπαριώτης αρσενικό (θηλυκό Αντιπαριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Αντίπαρο ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αντιπαριώτικος
- Αντιπαριώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αντιπαριώτης
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αντιπαριώτης | οι | Αντιπαριώτηδες |
γενική | του | Αντιπαριώτη* | των | Αντιπαριώτηδων |
αιτιατική | τον | Αντιπαριώτη | τους | Αντιπαριώτηδες |
κλητική | Αντιπαριώτη | Αντιπαριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αντιπαριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Αντιπαριώτης < πατριδωνυμικό Αντιπαριώτης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αντιπαριώτης αρσενικό (θηλυκό Αντιπαριώτη ή Αντιπαριώτου)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιώτης (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Αγγελίδης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ιώτης (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)