Αργυρό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αργυρό, άργυρο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Αργυρό τα Αργυρά
      γενική του Αργυρού των Αργυρών
    αιτιατική το Αργυρό τα Αργυρά
     κλητική Αργυρό Αργυρά
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αργυρό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αργυρός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.ʝiˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αρ‐γυ‐ρό

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αργυρό ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Αργυρό αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]