Βικτωράτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βικτωράτος < Βίκτωρ(ας) + -άτος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βικτωράτος αρσενικό (θηλυκό Βικτωράτου)
Δείτε επίσης : Βιτωράτος |
Βικτωράτος αρσενικό (θηλυκό Βικτωράτου)