διάσταση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎{{ουσιαστικό|el}}: μερικός ορισμός
ετυμ, μερικοί ορισμοί,μερ. παραδ.,συγγ.,pl
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{προσχέδιο}}
{{προσχέδιο}}
{{el-κλίσ-'δύναμη'|διάστασ|διαστάσ}}
{{el-κλίσ-'δύναμη'|διάστασ|διαστάσ}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[διάστασις]] < [[διίσταμαι]] ([[διά]] και [[ἵσταμαι]])
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}

==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
# καθένα από τα τρία θεμελιώδη μεγέθη: [[μήκος]], [[πλάτος]], [[ύψος]]
# {{λείπει ο ορισμός}}
#:''η τέταρτη '''διάσταση''' είναι ακόμα μία αμφιλεγόμενη έννοια''
# (''κατ' επέκταση'') το μέτρο κάθε μιας από τις τρεις διαστάσεις
#:''τι '''διαστάσεις''' έχει το κουτί που θα μου στείλεις;''
# η [[όψη]] μιας υπόθεσης, ενός προβλήματος κλπ.
# η [[όψη]] μιας υπόθεσης, ενός προβλήματος κλπ.
# η [[επέκταση]] ή η ευρύτητα ενός φαινομένου
# η [[επέκταση]] ή η ευρύτητα ενός φαινομένου
#: ''η χρήση των ναρκωτικών έχει πάρει μεγάλες '''διαστάσεις'''''
#: ''η χρήση των ναρκωτικών έχει πάρει μεγάλες '''διαστάσεις'''''
# ο [[χωρισμός]] ανδρόγυνου
#:''είναι σε '''διάσταση''' με τον άντρα της και ετοιμάζονται για διαζύγιο''

===={{συγγενικά}}====
* [[διαστασιολόγηση]]
* [[διαστασιοποίηση]]
* [[διαστασιοποιώ]]/[[διαστασιοποιούμαι]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 46: Γραμμή 58:
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|ΧΧΧ}} -->
* {{pl}} : {{τ|pl|wymiar}}
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 13:31, 18 Σεπτεμβρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάσταση οι διαστάσεις
      γενική της διάστασης* των διαστάσεων
    αιτιατική τη διάσταση τις διαστάσεις
     κλητική διάσταση διαστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάσταση < αρχαία ελληνική διάστασις < διίσταμαι (διά και ἵσταμαι)

Ουσιαστικό

διάσταση θηλυκό

  1. καθένα από τα τρία θεμελιώδη μεγέθη: μήκος, πλάτος, ύψος
    η τέταρτη διάσταση είναι ακόμα μία αμφιλεγόμενη έννοια
  2. (κατ' επέκταση) το μέτρο κάθε μιας από τις τρεις διαστάσεις
    τι διαστάσεις έχει το κουτί που θα μου στείλεις;
  3. η όψη μιας υπόθεσης, ενός προβλήματος κλπ.
  4. η επέκταση ή η ευρύτητα ενός φαινομένου
    η χρήση των ναρκωτικών έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις
  5. ο χωρισμός ανδρόγυνου
    είναι σε διάσταση με τον άντρα της και ετοιμάζονται για διαζύγιο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «διασταση'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'διάσταση'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «διασταση».