μήτρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: pl:μήτρα
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 72: Γραμμή 72:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|μητρα}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[en:μήτρα]]
[[en:μήτρα]]

Αναθεώρηση της 17:37, 21 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'ώρα'

Ετυμολογία

μήτρα < αρχαίο ελληνικό μήτρα < μήτηρ

Ουσιαστικό

μήτρα θηλυκό

  1. μυώδες κοίλο όργανο του γεννητικού συστήματος των γυναικών που βρίσκεται στη λεκάνη ανάμεσα στην ουροδόχο κύστη και το ορθό έντερο· στα τοιχώματά της προσκολλάται το γονιμοποιημένο ωάριο και στη συνέχεια στο εσωτερικό της αναπτύσσεται το έμβρυο μέχρι τη γέννησή του.
  2. στην πλαστική, τη χαρακτική ή τη μεταλλουργία: το καλούπι
    Οι μήτρες των πρώτων χαρτονομισμάτων φυλάσσονται στο μουσείο.
  3. ο χώρος όπου διαμορφώνονται ιδέες, αξίες, πολιτισμοί κ.λπ. που στη συνέχεια διαδίδονται και αποκτούν καθολική ακτινοβολία
    η αρχαία Ελλάδα υπήρξε η μήτρα του πολιτισμού
     συνώνυμα: κοιτίδα, λίκνο

Σύνθετα

Μεταφράσεις