αποφεύγω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 19: | Γραμμή 19: | ||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|avoid}}, {{τ|en|eschew}}, {{τ|en|abstain from}}, {{τ|en|refrain from}}, {{τ|en|give up}}, {{τ|en|forgo}}, {{τ|en|forswear}}, {{τ|en|shun}}, {{τ|en|renounce}}, {{τ|en|swear off}}, {{τ|en|abjure}}, {{τ|en|steer clear of}}, {{τ|en|have nothing to do with}}, {{τ|en|give a wide berth to}}, {{τ|en|fight shy of}}, {{τ|en|relinquish}}, {{τ|en|reject}}, {{τ|en|dispense with}}, {{τ|en|disavow}}, {{τ|en|abandon}}, {{τ|en|deny}}, {{τ|en|gainsay}}, {{τ|en|disclaim}}, {{τ|en|repudiate}}, {{τ|en|renege on}}, {{τ|en|spurn}}, {{τ|en|abnegate}}, {{τ|en|abdicate}}, {{τ|en|wash one's hands of}}, {{τ|en|drop}}; {{τ|en|disaffirm}}; {{τ|en|forsake}}, ''ανεπίσημα'': {{τ|en|kick}}, {{τ|en|jack in}}, {{τ|en|pack in}} |
|||
* {{en}} : {{τ|en|avoid}}, {{τ|en|eschew}} |
|||
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 02:43, 16 Μαΐου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποφεύγω < αρχαία ελληνική ἀποφεύγω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
αποφεύγω
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποφεύγω | απέφευγα | θα αποφεύγω | να αποφεύγω | αποφεύγοντας | |
β' ενικ. | αποφεύγεις | απέφευγες | θα αποφεύγεις | να αποφεύγεις | απόφευγε | |
γ' ενικ. | αποφεύγει | απέφευγε | θα αποφεύγει | να αποφεύγει | ||
α' πληθ. | αποφεύγουμε | αποφεύγαμε | θα αποφεύγουμε | να αποφεύγουμε | ||
β' πληθ. | αποφεύγετε | αποφεύγατε | θα αποφεύγετε | να αποφεύγετε | αποφεύγετε | |
γ' πληθ. | αποφεύγουν(ε) | απέφευγαν αποφεύγαν(ε) |
θα αποφεύγουν(ε) | να αποφεύγουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέφυγα | θα αποφύγω | να αποφύγω | αποφύγει | ||
β' ενικ. | απέφυγες | θα αποφύγεις | να αποφύγεις | απόφυγε | ||
γ' ενικ. | απέφυγε | θα αποφύγει | να αποφύγει | |||
α' πληθ. | αποφύγαμε | θα αποφύγουμε | να αποφύγουμε | |||
β' πληθ. | αποφύγατε | θα αποφύγετε | να αποφύγετε | αποφύγτε | ||
γ' πληθ. | απέφυγαν αποφύγαν(ε) |
θα αποφύγουν(ε) | να αποφύγουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποφύγει | είχα αποφύγει | θα έχω αποφύγει | να έχω αποφύγει | ||
β' ενικ. | έχεις αποφύγει | είχες αποφύγει | θα έχεις αποφύγει | να έχεις αποφύγει | ||
γ' ενικ. | έχει αποφύγει | είχε αποφύγει | θα έχει αποφύγει | να έχει αποφύγει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποφύγει | είχαμε αποφύγει | θα έχουμε αποφύγει | να έχουμε αποφύγει | ||
β' πληθ. | έχετε αποφύγει | είχατε αποφύγει | θα έχετε αποφύγει | να έχετε αποφύγει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποφύγει | είχαν αποφύγει | θα έχουν αποφύγει | να έχουν αποφύγει |
|
Μεταφράσεις
αποφεύγω
|