αμινοξύ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 119: | Γραμμή 119: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:αμινοξύ]] |
|||
[[nl:αμινοξύ]] |
|||
[[pl:αμινοξύ]] |
Αναθεώρηση της 20:11, 28 Απριλίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
αμινοξύ ουδέτερο, (πληθυντικός: αμινοξέα)
- Οποιαδήποτε οργανική ένωση περιέχει μία ή περισσότερες αμινομάδες (-ΝΗ2) και ένα ή περισσότερα καρβοξύλια (-COOH). Διακρίνονται σε α-αμινοξέα, β-αμινοξέα, γ-αμινοξέα κ.ο.κ. ανάλογα με το σε ποιό άτομο άνθρακα -μετά το καρβοξύλιο- βρίσκεται η αμινομάδα. Τα α-αμινοξέα (δηλαδή αυτά που έχουν την αμινομάδα και το καρβοξύλιο στο ίδιο άτομο άνθρακα) αποτελούν τα δομικά συστατικά των πρωτεϊνών. Διακρίνονται σε απαραίτητα αμινοξέα και σε μη απαραίτητα αμινοξέα.
Δείτε επίσης
- αλανίνη
- αργινίνη
- ασπαραγίνη
- ασπαραγινικό οξύ
- βαλίνη
- γλουταμίνη
- γλουταμινικό οξύ
- γλυκίνη
- θρεονίνη
- ισολευκίνη
- ιστιδίνη
- κυστεΐνη
- λευκίνη
- λυσίνη
- μεθειονίνη
- προλίνη
- σερίνη
- τυροσίνη
- τρυπτοφάνη
- φαινυλαλανίνη
Δείτε επίσης
- Γιατί τα ζώα δεν παράγουν όλα τα αμινοξέα; [1]
Μεταφράσεις
αμινοξύ