δουλίτσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'πείνα'}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{υποκ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ-υποκ|δουλειά|ίτσα}} |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
#{{υποκοριστικό του|δουλειά}} |
|||
# [[δουλειά]], κάτι όχι ιδιαίτερο σοβαρό που έχω να κάνω |
# [[δουλειά]], κάτι όχι ιδιαίτερο σοβαρό που έχω να κάνω |
||
#: ''έχω να κάνω κάτι '''δουλίτσες''' αύριο στο κέντρο'' |
#: ''έχω να κάνω κάτι '''δουλίτσες''' αύριο στο κέντρο'' |
||
# {{οικ}} [[δουλειά]], [[εργασία]] |
# {{οικ}} [[δουλειά]], [[εργασία]] |
||
#: ''κοίτα να βρεις καμιά '''δουλίτσα''', ως πότε θα σε τρέφει ο πατέρας σου;'' |
#: ''κοίτα να βρεις καμιά '''δουλίτσα''', ως πότε θα σε τρέφει ο πατέρας σου;'' |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 06:52, 8 Ιανουαρίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δουλίτσα | οι | δουλίτσες |
γενική | της | δουλίτσας | — | |
αιτιατική | τη | δουλίτσα | τις | δουλίτσες |
κλητική | δουλίτσα | δουλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- δουλίτσα < δουλειά + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
δουλίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του δουλειά
- δουλειά, κάτι όχι ιδιαίτερο σοβαρό που έχω να κάνω
- έχω να κάνω κάτι δουλίτσες αύριο στο κέντρο
- (οικείο) δουλειά, εργασία
- κοίτα να βρεις καμιά δουλίτσα, ως πότε θα σε τρέφει ο πατέρας σου;