αποφεύγω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 9: | Γραμμή 9: | ||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
||
*[[προσπαθώ]] να [[κρατιέμαι|κρατηθώ]] [[μακριά]] από κάποιον ή κάτι |
*[[προσπαθώ]] να [[κρατιέμαι|κρατηθώ]] [[μακριά]] από κάποιον ή κάτι ενοχλητικό |
||
===={{αντώνυμα}}==== |
===={{αντώνυμα}}==== |
Αναθεώρηση της 17:37, 28 Απριλίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποφεύγω < αρχαία ελληνική ἀποφεύγω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
αποφεύγω
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποφεύγω | απέφευγα | θα αποφεύγω | να αποφεύγω | αποφεύγοντας | |
β' ενικ. | αποφεύγεις | απέφευγες | θα αποφεύγεις | να αποφεύγεις | απόφευγε | |
γ' ενικ. | αποφεύγει | απέφευγε | θα αποφεύγει | να αποφεύγει | ||
α' πληθ. | αποφεύγουμε | αποφεύγαμε | θα αποφεύγουμε | να αποφεύγουμε | ||
β' πληθ. | αποφεύγετε | αποφεύγατε | θα αποφεύγετε | να αποφεύγετε | αποφεύγετε | |
γ' πληθ. | αποφεύγουν(ε) | απέφευγαν αποφεύγαν(ε) |
θα αποφεύγουν(ε) | να αποφεύγουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέφυγα | θα αποφύγω | να αποφύγω | αποφύγει | ||
β' ενικ. | απέφυγες | θα αποφύγεις | να αποφύγεις | απόφυγε | ||
γ' ενικ. | απέφυγε | θα αποφύγει | να αποφύγει | |||
α' πληθ. | αποφύγαμε | θα αποφύγουμε | να αποφύγουμε | |||
β' πληθ. | αποφύγατε | θα αποφύγετε | να αποφύγετε | αποφύγτε | ||
γ' πληθ. | απέφυγαν αποφύγαν(ε) |
θα αποφύγουν(ε) | να αποφύγουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποφύγει | είχα αποφύγει | θα έχω αποφύγει | να έχω αποφύγει | ||
β' ενικ. | έχεις αποφύγει | είχες αποφύγει | θα έχεις αποφύγει | να έχεις αποφύγει | ||
γ' ενικ. | έχει αποφύγει | είχε αποφύγει | θα έχει αποφύγει | να έχει αποφύγει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποφύγει | είχαμε αποφύγει | θα έχουμε αποφύγει | να έχουμε αποφύγει | ||
β' πληθ. | έχετε αποφύγει | είχατε αποφύγει | θα έχετε αποφύγει | να έχετε αποφύγει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποφύγει | είχαν αποφύγει | θα έχουν αποφύγει | να έχουν αποφύγει |
|
Μεταφράσεις
αποφεύγω
|