τράπεζα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ μετατροπή {{ετυμ|ine-pro}} |
|||
Γραμμή 20: | Γραμμή 20: | ||
#:'''''τράπεζα''' αίματος, '''τράπεζα''' σπέρματος, '''τράπεζα''' θεμάτων για εξετάσεις'' |
#:'''''τράπεζα''' αίματος, '''τράπεζα''' σπέρματος, '''τράπεζα''' θεμάτων για εξετάσεις'' |
||
==== {{συγγενικά}} ==== |
|||
*[[τραπεζικός]] |
|||
*[[τραπεζίτης]] |
|||
*[[τραπεζιτικός]] |
|||
==== {{σύνθετα}} ==== |
|||
*[[τραπεζογραμμάτιο]] |
|||
*[[τραπεζοϋπάλληλος]] |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 04:45, 1 Μαΐου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τράπεζα < αρχαία ελληνική τράπεζα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tr̥-ped-ih₂- (που έχει τρία πόδια) < *tr̥-[1] (τρία) + *pṓds (πούς, πόδι)[2]
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
τράπεζα θηλυκό
- τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
- τράπεζα προσφορών, Αγία Τράπεζα
- (θρησκεία) Πρότυπο:αρχιτ το κτήριο της τραπεζαρίας σ' ένα μοναστήρι
- πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κ.λπ.
- οι καταθέσεις του στην τράπεζα εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου
- (συνεκδοχικά) το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας
- ο Γιάννης πετάχτηκε στην τράπεζα για κάτι δουλειές
- γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση
- τράπεζα αίματος, τράπεζα σπέρματος, τράπεζα θεμάτων για εξετάσεις
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
πιστωτικός οργανισμός
Αναφορές
- ↑ Αρχικά υπέθεσαν ότι προερχόταν από το *kʷtur- (τέσσερα), αλλά ο Andrew Sihler στα 1995 επισήμανε ότι τα αρχικά τραπέζια είχαν τρία πόδια! (New Comparative Grammar of Greek and Latin, Oxford, New York: Oxford University Press)
- ↑ πβ. μυκηναϊκή διάλεκτος 𐀵𐀟𐀼 (to-pe-za). Juan Piquero Rodríguez, "El léxico del griego micénico (LGM): Index graecitatis, estudio y actualización bibliográfica", Διδακτορική Διατριβή, UNIVERSIDAD COMPLUTENSE DE MADRID FACULTAD DE FILOLOGÍA, Departamento de Filología Griega y Lingüística Indoeuropea, 2017, σελ. 384 [1]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)