ψήγμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
{{el-κλίση-'κύμα'}} |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'κύμα'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|ψῆγμα}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|ψῆγμα}} |
Αναθεώρηση της 23:34, 24 Μαΐου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψήγμα | τα | ψήγματα |
γενική | του | ψήγματος | των | ψηγμάτων |
αιτιατική | το | ψήγμα | τα | ψήγματα |
κλητική | ψήγμα | ψήγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- ψήγμα < αρχαία ελληνική ψῆγμα
Ουσιαστικό
ψήγμα ουδέτερο
- ό,τι προέρχεται από τριβή και απόξεση, απόξεσμα, ρίνισμα
- (ιδίως στον πληθυντικό) ψήγματα, λεπτότατα κομμάτια μετάλλου
- ψήγματα χρυσού
- (μεταφορικά) (συνήθως αρνητικά): ελάχιστη ποσότητα, ελάχιστο δείγμα, ίχνος
- τα λεγόμενά του είναι ζήτημα εάν περιέχουν ψήγμα αλήθειας