ψήγμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
{{el-κλίση-'κύμα'}}
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'όνομα'}}
{{el-κλίση-'κύμα'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|ψῆγμα}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|ψῆγμα}}

Αναθεώρηση της 23:34, 24 Μαΐου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψήγμα τα ψήγματα
      γενική του ψήγματος των ψηγμάτων
    αιτιατική το ψήγμα τα ψήγματα
     κλητική ψήγμα ψήγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψήγμα < αρχαία ελληνική ψῆγμα

Ουσιαστικό

ψήγμα ουδέτερο

  1. ό,τι προέρχεται από τριβή και απόξεση, απόξεσμα, ρίνισμα
  2. (ιδίως στον πληθυντικό) ψήγματα, λεπτότατα κομμάτια μετάλλου
    • ψήγματα χρυσού
  3. (μεταφορικά) (συνήθως αρνητικά): ελάχιστη ποσότητα, ελάχιστο δείγμα, ίχνος
    • τα λεγόμενά του είναι ζήτημα εάν περιέχουν ψήγμα αλήθειας

Μεταφράσεις