αποσύνδεση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση-
μ pwb.py αντικατάσταση κλίση λύση με 'δύναμη'
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|αποσύνθεση}}
{{δείτε|αποσύνθεση}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'λύση'}}
{{el-κλίση-'δύναμη'}}


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===

Αναθεώρηση της 19:59, 5 Οκτωβρίου 2020

Δείτε επίσης: αποσύνθεση

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσύνδεση οι αποσυνδέσεις
      γενική της αποσύνδεσης* των αποσυνδέσεων
    αιτιατική την αποσύνδεση τις αποσυνδέσεις
     κλητική αποσύνδεση αποσυνδέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσυνδέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποσύνδεση < απο- + σύνδεση

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

αποσύνδεση θηλυκό

  1. ο διαχωρισμός στοιχείων που ήταν πριν συνδεδεμένα
    Η αποσύνδεση του ασθενή από το τεχνητό νεφρό ήταν επιτυχής
  2. Πρότυπο:πληροφ η διακοπή της σύνδεσης με άλλον υπολογιστή

Συγγενικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις