συμπαράσταση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση- |
μ pwb.py αντικατάσταση κλίση λύση με 'δύναμη' |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίση-' |
{{el-κλίση-'δύναμη'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[συμπαρίσταμαι]] / [[συμπαραστέκομαι]] + [[-ση]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[συμπαρίσταμαι]] / [[συμπαραστέκομαι]] + [[-ση]] |
Αναθεώρηση της 12:25, 6 Οκτωβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμπαράσταση | οι | συμπαραστάσεις |
γενική | της | συμπαράστασης* | των | συμπαραστάσεων |
αιτιατική | τη | συμπαράσταση | τις | συμπαραστάσεις |
κλητική | συμπαράσταση | συμπαραστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπαραστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- συμπαράσταση < συμπαρίσταμαι / συμπαραστέκομαι + -ση
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
συμπαράσταση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συμπαρίσταμαι / συμπαραστέκομαι
Συγγενικά
- συμπαραστάτης / συμπαραστάτρια
- → δείτε τις λέξεις συμπαρίσταμαι και συμπαραστέκομαι