Ενρίκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ενρίκος | οι | Ενρίκοι |
γενική | του | Ενρίκου | των | Ενρίκων |
αιτιατική | τον | Ενρίκο | τους | Ενρίκους |
κλητική | Ενρίκε | Ενρίκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ενρίκος < προσαρμοσμένο δάνειο από την (άμεσο δάνειο) ιταλική Enric(o) + -ος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ενρίκος αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- Ενρίκο (άκλιτο)