Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ηρώδειο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Ηρώδειο τα Ηρώδεια
      γενική του Ηρωδείου
& Ηρώδειου
των Ηρωδείων
    αιτιατική το Ηρώδειο τα Ηρώδεια
     κλητική Ηρώδειο Ηρώδεια
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ηρώδειο < (καθαρεύουσα) Ἡρώδειον < αρχαία ελληνική ᾨδεῖον του Ἡρώδου τοῦ Ἀττικοῦ, του ρωμαίου που το έχτισε  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈɾo.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ηρώδειο

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ηρώδειο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]