Θεοπρεπίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Θεοπρεπίς αἱ Θεοπρεπίδες
      γενική τῆς Θεοπρεπίδος τῶν Θεοπρεπίδων
      δοτική τῇ Θεοπρεπίδ ταῖς Θεοπρεπίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Θεοπρεπίδ τὰς Θεοπρεπίδᾰς
     κλητική ! Θεοπρεπίς* Θεοπρεπίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Θεοπρεπίδε
γεν-δοτ τοῖν  Θεοπρεπίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
Συνήθως στον ενικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Θεοπρεπίς < + -ίς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Θεοπρεπίς θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)