Θηρεσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Θηρεσία < γερμανική Theresia < Theresa < λατινική Thera < αρχαία ελληνική Θήρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θi.ɾe.ˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θη‐ρε‐σί]‐α

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Θηρεσία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]