Ιλόνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ιλόνα | οι | Ιλόνες |
γενική | της | Ιλόνας | — | |
αιτιατική | την | Ιλόνα | τις | Ιλόνες |
κλητική | Ιλόνα | Ιλόνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ιλόνα < κυρίως από ρωσική Илона (Ilóna), προέλευσης από την ουγγρική Ilona (αντίστοιχο του Ελένη) (αλλά και στα φινλανδικά)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ιλόνα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα ουγγρικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα ξενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)