Κάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κάτος | οι | Κάτοι |
γενική | του | Κάτου | των | Κάτων |
αιτιατική | τον | Κάτο | τους | Κάτους |
κλητική | Κάτο & Κάτε |
Κάτοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τρεχάτος (κλίση: καμαρότος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κάτος < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κάτος αρσενικό (θηλυκό Κάτου)
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κάτος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κάτος αρσενικό
Κατηγορίες:
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Τρεχάτος' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας επωνύμων (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες - ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)