Καλοβάμονα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Καλοβάμονα
      γενική των Καλοβάμονων
    αιτιατική τα Καλοβάμονα
     κλητική Καλοβάμονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καλοβάμονα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καλοβάμων (αρσενικό, που βαδίζει σε ξυλοπόδαρα), πληθυντικός υποθετικού ουδέτερου (*καλόβαμον), απόδοση για την αγγλική waders [1] (που βαδίζει σε νερά)[2] < διαγλωσσικοί όροι Charadrii (υποτάξη Πτηνών), λόγω της μορφής των ποδιών τους → δείτε  λατινική charadrius[3] < αρχαία ελληνική χαραδριός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Καλοβάμονα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Waders στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
  2. wader στο αγγλικό Βικιλεξικό
  3. Charadrius στο αγγλικό Βικιλεξικό
  4. Charadriiformes στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]