Καράβολας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καράβολας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καράβολας οι Καράβολες
Κάραβολαίοι
      γενική του Καράβολα των
Κάραβολαίων
    αιτιατική τον Καράβολα τους Καράβολες
Κάραβολαίοι
     κλητική Καράβολα Καράβολες
Κάραβολαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σίνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Καράβολας < καράβολας (ιδιωματικό: [μεγάλο] σαλιγκάρι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaˈɾa.vo.las/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ρά‐βο‐λας

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Καράβολας αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταγραφές

[επεξεργασία]