Καχιασβίλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Καχιασβίλης < προέλευσης από τη γεωργιανή კახიაშვილი (ḳaxiašvili) + -ς
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Καχιασβίλης αρσενικό (θηλυκό Καχιασβίλη)
- ανδρικό επώνυμο, ελληνοποιημένη μορφή του γεωργιανού Καχιασβίλι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Ακάκιος Καχιασβίλης (Κάχι Καχιασβίλι, γεωργ.: კახი კახიაშვილი) στη Βικιπαίδεια , ολυμπιονίκης αρσιβαρίστας από τη Γεωργία, πολιτογραφημένος Έλληνας
Μεταγραφές[επεξεργασία]
ως ελληνικό επώνυμο: