ελληνοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ελληνοποιημένος, -η, -ο
- που έχει μετατραπεί σε ελληνικός, ή σε προερχόμενος από την Ελλάδα
- ※ Για πολύ σημαντικές ελλείψεις εγχώριων αμνοεριφίων στην ελληνική αγορά, αλλά και για «ελληνοποιήσεις» εισαγόμενων ενόψει του Πάσχα προειδοποιούν οι κτηνοτρόφοι («Ελληνοποιημένος» οβελίας φέτος στην πασχαλινή σούβλα 20 Μαρ. 2018, tvxs.gr [1])
- ※ Το ερώτημα που τους απασχολεί είναι το εξής: «Μας χρειάζεται ένας ξένος μεγάλο όνομα, που θα ζητήσει και θα πάρει αν έρθει 200 εκατομμύρια δραχμές ή μήπως ελληνοποιημένος ξένος, που θα έχει πιο λογικές απαιτήσεις...» (Έλληνας, ελληνοποιημένος ή ξένος, 24 Νοεμβρίου 2008, tovima.gr [2])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελληνοποιημένος
|