Κορωνίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κορωνίτης αρσενικό (θηλυκό Κορωνίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Κορώνη ή κατοικεί εκεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κορωνίτης
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κορωνίτης | οι | Κορωνίτηδες |
γενική | του | Κορωνίτη* | των | Κορωνίτηδων |
αιτιατική | τον | Κορωνίτη | τους | Κορωνίτηδες |
κλητική | Κορωνίτη | Κορωνίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κορωνίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κορωνίτης < πατριδωνυμικό Κορωνίτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κορωνίτης αρσενικό (θηλυκό Κορωνίτη ή Κορωνίτου)
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Αγγελίδης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)