Κρήνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κρήνῃ, κρήνη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkɾi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κρή‐νη
ομόηχο: κρήνη

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Κρήνη < κρήνη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κρήνη οι Κρήνες
      γενική της Κρήνης των Κρηνών
    αιτιατική την Κρήνη τις Κρήνες
     κλητική Κρήνη Κρήνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κρήνη θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Κρήνη < λείπει η ετυμολογία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κρήνη οι Κρήνες
      γενική της Κρήνης των Κρηνών
    αιτιατική την Κρήνη τις Κρήνες
     κλητική Κρήνη Κρήνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κρήνη θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]