Λασκαρίδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λασκαρίδης | οι | Λασκαρίδηδες |
γενική | του | Λασκαρίδη* | των | Λασκαρίδηδων |
αιτιατική | τον | Λασκαρίδη | τους | Λασκαρίδηδες |
κλητική | Λασκαρίδη | Λασκαρίδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Λασκαρίδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Λασκαρίδης < Λάσκαρ(ης) + -ίδης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /la.skaˈɾi.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λα‐σκα‐ρί‐δης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Λασκαρίδης αρσενικό (θηλυκό Λασκαρίδου ή Λασκαρίδη)