Μάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μαρώ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Μάρω
      γενική της Μάρως
    αιτιατική τη Μάρω
     κλητική Μάρω
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μάρω < Μαρ(ία) + με επέκταση χρήσης και σε σύνθετα του Μαρία ή παρώνυμα με [mar]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈma.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μά‐ρω

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μάρω θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα, χαϊδευτικό για ονόματα όπως Μαρία, Μαριάνθη, Μαρίκα ή υποκοριστικό του Μαρουλιώ κ.ο.κ.
  2. (όνομα ζώου) τυπικό όνομα για αλεπού (όπως σε παραμύθια και παιδικά τραγούδια), συνήθως ως κυρα-Μάρω
    γραφές: κυρα-Μάρω, κυρά Μάρω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη Μαρία

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]