Μάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μάτος | οι | Μάτοι |
γενική | του | Μάτου | των | Μάτων |
αιτιατική | τον | Μάτο | τους | Μάτους |
κλητική | Μάτο & Μάτε |
Μάτοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τρεχάτος (κλίση: καμαρότος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μάτος < + -άτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μάτος αρσενικό (θηλυκό Μάτου)