Μαρκούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μαρκούλα | οι | Μαρκούλες |
γενική | της | Μαρκούλας | — | |
αιτιατική | τη | Μαρκούλα | τις | Μαρκούλες |
κλητική | Μαρκούλα | Μαρκούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μαρκούλα < Μαρκ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα → και δείτε τη λέξη Μάρκος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μαρκούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μαρκία
Μαρκούλα
|