Μώλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μώλος | οι | Μώλοι |
γενική | του | Μώλου | των | Μώλων |
αιτιατική | τον | Μώλο | τους | Μώλους |
κλητική | Μώλε | Μώλοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος - κλίση: δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μώλος < μώλος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μώ‐λος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μώλος αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Μώλος στη Βικιπαίδεια
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Παλαιολόγος' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)