Ουράλια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Ουράλια | ||
| γενική | των | Ουραλίων | ||
| αιτιατική | τα | Ουράλια | ||
| κλητική | Ουράλια | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /uˈra.li.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ου‐ρά‐λι‐α
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ουράλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Ουράλια στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ουράλια
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα μπασκίρ (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα μάνσι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οροσειρές της Ρωσίας (νέα ελληνικά)
- Οροσειρές (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ρωσίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)