Πίτσα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πίτσα | οι | Πίτσες |
γενική | της | Πίτσας | — | |
αιτιατική | την | Πίτσα | τις | Πίτσες |
κλητική | Πίτσα | Πίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πίτσα θηλυκό
- (χαϊδευτικό) γυναικείο όνομα
- ※ Ποια ήταν όμως η Πίτσα Μπουρνόζου; Γεννημένη (ως Καλλιόπη) στις 23 Φεβρουαρίου 1945 (δεύτερη στη σειρά ανάμεσα σε τέσσερα κορίτσια) από μικρή έδειξε το ταλέντο της (Ηλίας Τάσκου, «Πίτσα Μπουρνόζου: Το κορίτσι της τέχνης», ellinikoskinimatografos.gr· πρόσβαση: 2021-10-01)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Πίτσα Γαλάζη (Καλλιόπη Μόρτη) στη Βικιπαίδεια
(γένν. 1940), Κύπρια ποιήτρια
-
Πίτσα (Καλλιόπη) Παπαδοπούλου στη Βικιπαίδεια
(γένν. 1945), Ελληνίδα λαϊκή τραγουδίστρια
- → δείτε και το όνομα Πιπίτσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Περικοπές (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χαϊδευτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)