Πίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πίτσα | οι | Πίτσες |
γενική | της | Πίτσας | — | |
αιτιατική | την | Πίτσα | τις | Πίτσες |
κλητική | Πίτσα | Πίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πίτσα < περικοπή της λέξης Πηνελοπίτσα (υποκοριστικό του Πηνελόπη) ή του Καλλιοπίτσα (υποκοριστικό του Καλλιόπη). Δείτε και Λίτσα, Νίτσα, Ρίτσα
Προφορά[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πίτσα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Περικοπές (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα με επίθημα -ίτσα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)