Καλλιόπη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καλλιόπα οι Καλλιόπες
      γενική της Καλλιόπας
    αιτιατική την Καλλιόπα τις Καλλιόπες
     κλητική Καλλιόπα Καλλιόπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καλλιόπη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Καλλιόπη < κάλλος + ὄψ (φωνή, ομιλία, λόγος)
για το αποχωρητήριο < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈʎo.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καλ‐λιό‐πη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καλλιόπη θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) μία από τις εννέα μούσες, προστάτιδα της επικής ποίησης και της ρητορικής
  2. γυναικείο όνομα
  3. (στρατιωτική αργκό) το αποχωρητήριο

Παράγωγα[επεξεργασία]

χαϊδευτικά και υποκοριστικά:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Καλλιόπη αἱ Καλλιόπαι
      γενική τῆς Καλλιόπης τῶν Καλλιοπῶν
      δοτική τῇ Καλλιόπ ταῖς Καλλιόπαις
    αιτιατική τὴν Καλλιόπην τὰς Καλλιόπᾱς
     κλητική ! Καλλιόπη Καλλιόπαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Καλλιόπ
γεν-δοτ τοῖν  Καλλιόπαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καλλιόπη < καλλι- + -όπη < κάλλος + ὄψ (φωνή, ομιλία, λόγος), η καλλίφωνη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καλλιόπη θηλυκό
  1. γυναικείο όνομα
  2. (στον ενικό, ελληνική μυθολογία) η μία από τις εννέα Μούσες, που προστάτευε την επική ποίηση, τους επικούς ποιητές και ραψωδούς. Μητέρα του Ορφέα

Πηγές[επεξεργασία]