Νίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Νίτσα | οι | Νίτσες |
γενική | της | Νίτσας | — | |
αιτιατική | τη | Νίτσα | τις | Νίτσες |
κλητική | Νίτσα | Νίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Νίτσα < περικοπή υποκοριστικών θηλυκών ονομάτων με θέμα που λήγει σε -ν+-ίτσα, όπως Ελενίτσα, Κατινίτσα, Κατερινίτσα, Ουρανίτσα. Δείτε και Λίτσα, Πίτσα, Ρίτσα[1]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Νίτσα θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Νίτσα
|