Παντελίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Παντελίτσα οι Παντελίτσες
      γενική της Παντελίτσας
    αιτιατική την Παντελίτσα τις Παντελίτσες
     κλητική Παντελίτσα Παντελίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Παντελίτσα < Παντελ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα → και δείτε τις λέξεις Παντελής και Παντελεήμων

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pan.deˈli.t͡sa/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Παντελίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Παντελία