Πανωμερίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- Πανωμερίτης < (Πάνω Μεριά) πάνω + μερ(ιά) + -ίτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πανωμερίτης αρσενικό (θηλυκό Πανωμερίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Πάνω Μεριά ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πανωμερίτης
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πανωμερίτης | οι | Πανωμερίτηδες |
γενική | του | Πανωμερίτη* | των | Πανωμερίτηδων |
αιτιατική | τον | Πανωμερίτη | τους | Πανωμερίτηδες |
κλητική | Πανωμερίτη | Πανωμερίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Πανωμερίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Πανωμερίτης < πατριδωνυμικό Πανωμερίτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πανωμερίτης αρσενικό (θηλυκό Πανωμερίτη ή Πανωμερίτου)
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Αγγελίδης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)