Πρότυπο:xx-καταλύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Module:xx - Module:xx/1 - Πρότυπο:xx-λύω δισύλλαβα - Πρότυπο:xx-καταλύω για πολυσύλλαβα με αναβιβασμό

  • Δοκιμές για την κλίση καταλύω (σαν το λύω, αλλά με αναβιβασμό τόνου στην προστακτική)
  • Ο συντάκτης, πρέπει να προσδιορίσει, δίχρ= τη δίχρονη παραλήγουσα.

Για το λύω, το σύστημα, βλέπει μια προστακτική χωρίς κανέναν τόνο, επειδή το ρήμα είναι πολύ μικρό. Δίνει το μήνυμα:

Λάθος στην προστακτική! Δεν έχει τόνο! Επιλέξτε την κλίση 'λύω'

|λήμμα=καταλύω|δίχρ=μ (προαιρετικά προσθέτω και θέμα=κᾰτᾰλῡ-). Ελπίζω να είναι μακρό, όπως το λύω!!!

1η συζυγία - πολυσύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
κᾰτᾰλῡ-             οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ καταλύω καταλύω καταλύοιμι
σὺ καταλύεις καταλύῃς καταλύοις κατάλυε
οὖτος καταλύει καταλύ καταλύοι καταλυέτω
ἡμεῖς καταλύομεν καταλύωμεν καταλύοιμεν
ὑμεῖς καταλύετε καταλύητε καταλύοιτε καταλύετε
οὗτοι καταλύωσῐ(ν) καταλύωσι(ν) καταλύοιεν καταλυόντων καταλυέτωσαν
2ο δυϊκός καταλύετον καταλύητον καταλύοιτον καταλύετον
3ο δυϊκός καταλύετον καταλύητον καταλυοίτην καταλυέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
καταλύειν καταλύων καταλύουσα καταλῦον
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό (Παράρτημα:προσωδία ρημάτων).
Παρατήρηση: Ελπίζω να είναι μακρό, όπως το λύω
1η συζυγία, όπως «καταλήγω» - Παράρτημα:Ρήματα

1η συζυγία - πολυσύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
            οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ καταφέρω καταφέρω καταφέροιμι
σὺ καταφέρεις καταφέρῃς καταφέροις κατάφερε
οὖτος καταφέρει καταφέρ καταφέροι καταφερέτω
ἡμεῖς καταφέρομεν καταφέρωμεν καταφέροιμεν
ὑμεῖς καταφέρετε καταφέρητε καταφέροιτε καταφέρετε
οὗτοι καταφέρωσῐ(ν) καταφέρωσι(ν) καταφέροιεν καταφερόντων καταφερέτωσαν
2ο δυϊκός καταφέρετον καταφέρητον καταφέροιτον καταφέρετον
3ο δυϊκός καταφέρετον καταφέρητον καταφεροίτην καταφερέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
καταφέρειν καταφέρων καταφέρουσα καταφέρον
Παρατήρηση με όρθια ή πλάγια γράμματα.
1η συζυγία, όπως «καταφέρω» - Παράρτημα:Ρήματα

1η συζυγία - πολυσύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
            οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ καταλήγω καταλήγω καταλήγοιμι
σὺ καταλήγεις καταλήγῃς καταλήγοις κατάληγε
οὖτος καταλήγει καταλήγ καταλήγοι καταληγέτω
ἡμεῖς καταλήγομεν καταλήγωμεν καταλήγοιμεν
ὑμεῖς καταλήγετε καταλήγητε καταλήγοιτε καταλήγετε
οὗτοι καταλήγωσῐ(ν) καταλήγωσι(ν) καταλήγοιεν καταληγόντων καταληγέτωσαν
2ο δυϊκός καταλήγετον καταλήγητον καταλήγοιτον καταλήγετον
3ο δυϊκός καταλήγετον καταλήγητον καταληγοίτην καταληγέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
καταλήγειν καταλήγων καταλήγουσα καταλῆγον
1η συζυγία, όπως «καταλήγω» - Παράρτημα:Ρήματα

Δοκιμή για δίφθογοο

1η συζυγία - πολυσύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
            οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ δανείζω δανείζω δανείζοιμι
σὺ δανείζεις δανείζῃς δανείζοις δανέιζε
οὖτος δανείζει δανείζ δανείζοι δανειζέτω
ἡμεῖς δανείζομεν δανείζωμεν δανείζοιμεν
ὑμεῖς δανείζετε δανείζητε δανείζοιτε δανείζετε
οὗτοι δανείζωσῐ(ν) δανείζωσι(ν) δανείζοιεν δανειζόντων δανειζέτωσαν
2ο δυϊκός δανείζετον δανείζητον δανείζοιτον δανείζετον
3ο δυϊκός δανείζετον δανείζητον δανειζοίτην δανειζέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
δανείζειν δανείζων δανείζουσα δανεῖζον
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ (Παράρτημα:προσωδία ρημάτων).
1η συζυγία, όπως «καταφέρω» - Παράρτημα:Ρήματα

1η συζυγία - πολυσύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
            οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ νομίζω νομίζω νομίζοιμι
σὺ νομίζεις νομίζῃς νομίζοις νόμιζε
οὖτος νομίζει νομίζ νομίζοι νομιζέτω
ἡμεῖς νομίζομεν νομίζωμεν νομίζοιμεν
ὑμεῖς νομίζετε νομίζητε νομίζοιτε νομίζετε
οὗτοι νομίζωσῐ(ν) νομίζωσι(ν) νομίζοιεν νομιζόντων νομιζέτωσαν
2ο δυϊκός νομίζετον νομίζητον νομίζοιτον νομίζετον
3ο δυϊκός νομίζετον νομίζητον νομιζοίτην νομιζέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
νομίζειν νομίζων νομίζουσα νομίζον
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ (Παράρτημα:προσωδία ρημάτων).
1η συζυγία, όπως «καταφέρω» - Παράρτημα:Ρήματα

Τα σύνθετα του κράζω, που είναι εξαίρεση, κι έχει α μακτρό, ελπίζω νάχουν κι αυτά μακρό.

1η συζυγία - πολυσύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
            οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ κατακράζω κατακράζω κατακράζοιμι
σὺ κατακράζεις κατακράζῃς κατακράζοις κατάκραζε
οὖτος κατακράζει κατακράζ κατακράζοι κατακραζέτω
ἡμεῖς κατακράζομεν κατακράζωμεν κατακράζοιμεν
ὑμεῖς κατακράζετε κατακράζητε κατακράζοιτε κατακράζετε
οὗτοι κατακράζωσῐ(ν) κατακράζωσι(ν) κατακράζοιεν κατακραζόντων κατακραζέτωσαν
2ο δυϊκός κατακράζετον κατακράζητον κατακράζοιτον κατακράζετον
3ο δυϊκός κατακράζετον κατακράζητον κατακραζοίτην κατακραζέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
κατακράζειν κατακράζων κατακράζουσα κατακρᾶζον
1η συζυγία, όπως «καταλήγω» - Παράρτημα:Ρήματα

και μερικά φανταστικά ρήαμτα. |δίχρ=αβέβαιο

1η συζυγία - πολυσύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
            οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ φαλύζω φαλύζω φαλύζοιμι
σὺ φαλύζεις φαλύζῃς φαλύζοις φάλυζε
οὖτος φαλύζει φαλύζ φαλύζοι φαλυζέτω
ἡμεῖς φαλύζομεν φαλύζωμεν φαλύζοιμεν
ὑμεῖς φαλύζετε φαλύζητε φαλύζοιτε φαλύζετε
οὗτοι φαλύζωσῐ(ν) φαλύζωσι(ν) φαλύζοιεν φαλυζόντων φαλυζέτωσαν
2ο δυϊκός φαλύζετον φαλύζητον φαλύζοιτον φαλύζετον
3ο δυϊκός φαλύζετον φαλύζητον φαλυζοίτην φαλυζέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
φαλύζειν φαλύζων φαλύζουσα φαλῦζον
ή φαλύζον*
* Η προσωδία είναι αβέβαιη. Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι, ή βραχύ, ή μακρό (Παράρτημα:προσωδία ρημάτων).
1η συζυγία, όπως «καταλύω» - Παράρτημα:Ρήματα

φανταστικό ρήμα, |δίχρ=?

1η συζυγία - πολυσύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
            οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ φαλύζω φαλύζω φαλύζοιμι
σὺ φαλύζεις φαλύζῃς φαλύζοις φάλυζε
οὖτος φαλύζει φαλύζ φαλύζοι φαλυζέτω
ἡμεῖς φαλύζομεν φαλύζωμεν φαλύζοιμεν
ὑμεῖς φαλύζετε φαλύζητε φαλύζοιτε φαλύζετε
οὗτοι φαλύζωσῐ(ν) φαλύζωσι(ν) φαλύζοιεν φαλυζόντων φαλυζέτωσαν
2ο δυϊκός φαλύζετον φαλύζητον φαλύζοιτον φαλύζετον
3ο δυϊκός φαλύζετον φαλύζητον φαλυζοίτην φαλυζέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
φαλύζειν φαλύζων φαλύζουσα ...?...ον
* Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
   Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται το ουδέτερο της μετοχής (Παράρτημα:προσωδία ρημάτων).
1η συζυγία, όπως «καταλύω» - Παράρτημα:Ρήματα

φανταστικό ρήμα, |δίχρ=β

1η συζυγία - πολυσύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
            οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ φαλύζω φαλύζω φαλύζοιμι
σὺ φαλύζεις φαλύζῃς φαλύζοις φάλυζε
οὖτος φαλύζει φαλύζ φαλύζοι φαλυζέτω
ἡμεῖς φαλύζομεν φαλύζωμεν φαλύζοιμεν
ὑμεῖς φαλύζετε φαλύζητε φαλύζοιτε φαλύζετε
οὗτοι φαλύζωσῐ(ν) φαλύζωσι(ν) φαλύζοιεν φαλυζόντων φαλυζέτωσαν
2ο δυϊκός φαλύζετον φαλύζητον φαλύζοιτον φαλύζετον
3ο δυϊκός φαλύζετον φαλύζητον φαλυζοίτην φαλυζέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
φαλύζειν φαλύζων φαλύζουσα φαλύζον
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ (Παράρτημα:προσωδία ρημάτων).
1η συζυγία, όπως «καταφέρω» - Παράρτημα:Ρήματα

φανταστικό ρήμα, |δίχρ=μ

1η συζυγία - πολυσύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
            οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ φαλύζω φαλύζω φαλύζοιμι
σὺ φαλύζεις φαλύζῃς φαλύζοις φάλυζε
οὖτος φαλύζει φαλύζ φαλύζοι φαλυζέτω
ἡμεῖς φαλύζομεν φαλύζωμεν φαλύζοιμεν
ὑμεῖς φαλύζετε φαλύζητε φαλύζοιτε φαλύζετε
οὗτοι φαλύζωσῐ(ν) φαλύζωσι(ν) φαλύζοιεν φαλυζόντων φαλυζέτωσαν
2ο δυϊκός φαλύζετον φαλύζητον φαλύζοιτον φαλύζετον
3ο δυϊκός φαλύζετον φαλύζητον φαλυζοίτην φαλυζέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
φαλύζειν φαλύζων φαλύζουσα φαλῦζον
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό (Παράρτημα:προσωδία ρημάτων).
1η συζυγία, όπως «καταλήγω» - Παράρτημα:Ρήματα