Σεραφειμίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σεραφειμίτσα | οι | Σεραφειμίτσες |
γενική | της | Σεραφειμίτσας | — | |
αιτιατική | τη | Σεραφειμίτσα | τις | Σεραφειμίτσες |
κλητική | Σεραφειμίτσα | Σεραφειμίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σεραφειμίτσα < Σεραφειμ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα → και δείτε τη λέξη Σεραφείμ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /se.ɾa.fiˈmi.t͡sa/
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σεραφειμίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σεραφειμία
Σεραφειμίτσα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα με επίθημα -ίτσα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)