Σπάνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σπάνιος | οι | Σπάνιοι |
γενική | του | Σπάνιου | των | Σπάνιων |
αιτιατική | τον | Σπάνιο | τους | Σπάνιους |
κλητική | Σπάνιο | Σπάνιοι | ||
Προφέρεται ως παροξύτονο με συνίζηση στην κατάληξη. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τσέλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σπάνιος < σπάνιος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σπάνιος αρσενικό (θηλυκό Σπάνιου)