Σπυρέτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σπυρέτος οι Σπυρέτοι
      γενική του Σπυρέτου των Σπυρέτων
    αιτιατική τον Σπυρέτο τους Σπυρέτους
     κλητική Σπυρέτε Σπυρέτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σπυρέτος < Σπύρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -έτος < ιταλικά -etto

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σπυρέτος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]