Σωτηρόπουλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σωτηρόπουλος οι Σωτηρόπουλοι
Σωτηροπουλαίοι1
      γενική του Σωτηρόπουλου
Σωτηροπούλου
των Σωτηρόπουλων2
Σωτηροπουλαίων
    αιτιατική τον Σωτηρόπουλο τους Σωτηρόπουλους3
Σωτηροπουλαίους
     κλητική Σωτηρόπουλε Σωτηρόπουλοι
Σωτηροπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Σωτηροπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Σωτηροπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σωτηρόπουλος < Σωτήρ(ης) + -όπουλος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /so.tiˈɾo.pu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σω‐τη‐ρό‐που‐λος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σωτηρόπουλος αρσενικό (θηλυκό Σωτηροπούλου)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]