Σωτηρόπουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σωτηρόπουλος | οι | Σωτηρόπουλοι & Σωτηροπουλαίοι1 |
γενική | του | Σωτηρόπουλου & Σωτηροπούλου |
των | Σωτηρόπουλων2 & Σωτηροπουλαίων |
αιτιατική | τον | Σωτηρόπουλο | τους | Σωτηρόπουλους3 & Σωτηροπουλαίους |
κλητική | Σωτηρόπουλε | Σωτηρόπουλοι & Σωτηροπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Σωτηροπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Σωτηροπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /so.tiˈɾo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σω‐τη‐ρό‐που‐λος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σωτηρόπουλος αρσενικό (θηλυκό Σωτηροπούλου)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Σωτήριος Σωτηρόπουλος στη Βικιπαίδεια (1831-1898), πολιτικός, Πρωθυπουργός της Ελλάδας