Σώτειρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σώτειρα | οι | Σώτειρες |
γενική | της | Σώτειρας | των | Σωτειρών |
αιτιατική | τη | Σώτειρα | τις | Σώτειρες |
κλητική | Σώτειρα | Σώτειρες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σώτειρα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈso.ti.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σώ‐τει‐ρα
- τονικό παρώνυμο: Σωτήρα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σώτειρα θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- Γκιάλπηδες (πρώην ονομασία)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σώτειρα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σώτειρα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σώτειρα θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)