Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τάρταρος

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο Τάρταρος τα Τάρταρα
      γενική του Ταρτάρου* των Ταρτάρων
    αιτιατική τον Τάρταρο τα Τάρταρα
     κλητική Τάρταρε Τάρταρα
Και προφορικό, του Τάρταρου.
Κατηγορία όπως «τάρταρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. Τάρταρος < αρχαία ελληνική Τάρταρος
  2. Τάρταρος < Τάταρος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Τάρταρος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) σκοτεινό και ζοφερό μέρος στον Άδη, που προορίζεται για τους πολύ κακούς (όπως οι Τιτάνες που τα έβαλαν με τους θεούς του Ολύμπου)
    άλλες μορφές: τάρταρα
  2. άλλη γραφή του Τάταρος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Τάρταρος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Τάρταρος αρσενικό ή θηλυκό, πληθυντικός: ουδέτερο