Μετάβαση στο περιεχόμενο

τάρταρα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο τάρταρος τα τάρταρα
      γενική του ταρτάρου* των ταρτάρων
    αιτιατική τον τάρταρο τα τάρταρα
     κλητική τάρταρε τάρταρα
Και προφορικό, του τάρταρου.
Κατηγορία όπως «τάρταρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τάρταρα < αρχαία ελληνική Τάρταρα, πληθυντικός του ετερόκλιτου αρσενικού Τάρταρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τάρταρα ουδέτερο πληθυντικός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]