Τρίπολη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τρίπολη | οι | Τριπόλεις |
γενική | της | Τρίπολης* | των | Τριπόλεων |
αιτιατική | την | Τρίπολη | τις | Τριπόλεις |
κλητική | Τρίπολη | Τριπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Τριπόλεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Τρίπολη < αρχαία ελληνική Τρίπολις
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Τρίπολη θηλυκό
- πόλη της Πελοποννήσου
- η πρωτεύουσα της Λιβύης
- πόλη του Λιβάνου
- (τοπωνύμιο ) ονομασία διαφόρων πόλεων
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Τρίπολη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Πρωτεύουσες της Αφρικής (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Λιβύης (νέα ελληνικά)
- Πρωτεύουσες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Λιβύης (νέα ελληνικά)
- Πόλεις του Λιβάνου (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια του Λιβάνου (νέα ελληνικά)
- Τοπωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)