Τόσκας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τόσκας οι Τόσκες
Τόσκηδες
Τοσκαίοι
      γενική του Τόσκα των
Τόσκηδων
Τοσκαίων
    αιτιατική τον Τόσκα τους Τόσκες
Τόσκηδες
Τοσκαίους
     κλητική Τόσκα Τόσκες
Τόσκηδες
Τοσκαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δούκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈto.skas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τό‐σκας

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Τόσκας < αλβανική toskë

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τόσκας αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Τόσκας < εθνικό Τόσκας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τόσκας αρσενικό (θηλυκό Τόσκα)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]