άγνεστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άγνεστος | η | άγνεστη | το | άγνεστο |
γενική | του | άγνεστου | της | άγνεστης | του | άγνεστου |
αιτιατική | τον | άγνεστο | την | άγνεστη | το | άγνεστο |
κλητική | άγνεστε | άγνεστη | άγνεστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άγνεστοι | οι | άγνεστες | τα | άγνεστα |
γενική | των | άγνεστων | των | άγνεστων | των | άγνεστων |
αιτιατική | τους | άγνεστους | τις | άγνεστες | τα | άγνεστα |
κλητική | άγνεστοι | άγνεστες | άγνεστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
άγνεστος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν γνέσει
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γνέθω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άγνεστος
→ δείτε τη λέξη άγνεθος |