άπαξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άπαξ < αρχαία ελληνική ἅπαξ
Επίρρημα[επεξεργασία]
άπαξ
- μία φορά μόνο
- θα το πω άπαξ και δεν θα το επαναλάβω
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- άπαξ (και) διά παντός: μια για πάντα, οριστικά
- (φιλογογία) άπαξ λεγόμενον: η λέξη που μαρτυρείται μόνο μία φορά σε κείμενα
- (φιλολογία) λέξη άπαξ: η λέξη που μαρτυρείται μόνο μία φορά στα κείμενα κάποιου συγκεκριμένου λογοτέχνη
[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
άπαξ, συνήθως άπαξ και
- άπαξ και το αποφάσισε, δεν υπάρχει περίπτωση να τον μεταπείσεις