άπλανος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: απλανώς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπλανος η άπλανη το άπλανο
      γενική του άπλανου της άπλανης του άπλανου
    αιτιατική τον άπλανο την άπλανη το άπλανο
     κλητική άπλανε άπλανη άπλανο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άπλανοι οι άπλανες τα άπλανα
      γενική των άπλανων των άπλανων των άπλανων
    αιτιατική τους άπλανους τις άπλανες τα άπλανα
     κλητική άπλανοι άπλανες άπλανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. άπλανος < απλανής + -ος
  2. άπλανος < α- + πλάνος

Επίθετο[επεξεργασία]

άπλανος, -η, -ο

  1. άλλη μορφή του απλανής
  2. που δεν πλανεύει, που δεν αποπλανά
     αντώνυμα: πλάνος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]